Το ελληνικό πείραμα και οι εκλογές της 25 Ιανουαρίου

του Γιώργου Κοντογιώργη

Στις 25 Ιανουαρίου η Ελλάδα θα έχει καθόλες τις ενδείξεις μια νέα κυβέρνηση. Η ιδέα μιας κυβέρνησης Σύριζα δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα απέχθειας, οργής, ανησυχίας στην πολιτική Ευρώπη και στον κόσμο των αγορών. Για την ελληνική κοινωνία αποτελεί ένα αναγκαίο κακό, εάν αναλογισθούμε ότι μόλις πριν από λίγες εβδομάδες σε έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το 91% δηλώνει ότι απορρίπτει πλήρως το πολιτικό/κομματικό σύστημα, ενώ στο μέσον της καταστροφής το κόμμα αυτό δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει πάνω από το 33% της χρήσιμης ψήφου του εκλογικού σώματος.

Από την αρχή της κρίσης δεν έπαψα να επισημαίνω -και από αυτήν εδώ την εφημερίδα- ότι η ελληνική κρίση παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα: Είναι βαθιά πολιτική, οφείλεται στην προ-πολιτική φύση του νεοτερικού πολιτικού συστήματος, με το οποίο συζεί η κοινωνία. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι εξολοκλήρου υπεύθυνο γι’αυτήν. Η διεθνής κρίση απλώς εξέθεσε την κομματοκρατία και έβαλε την χώρα σε νέες περιπέτειες.

Όμως, από τη στιγμή που η ελληνική κομματοκρατία έριξε την χώρα βορά στην «τρόικα», οι...
δυνάμεις που διαμορφώνουν την βούλησή της, εξαπέλυσαν εναντίον της κοινωνίας μια επιθετική πολιτική, η οποία συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της βαρβαρότητας: οδήγησε στην ανεργία και στην εξαθλίωση τεράστια στρώματα του πληθυσμού, υπέταξε τη χώρα σε ένα καθεστώς απροσχημάτιστης κατοχής, κατήργησε ως προς αυτήν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το κράτος δικαίου και πρόνοιας, έθεσε στο περιθώριο σημαίνουσες διαστάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαξίωσε το ίδιο το Σύνταγμα και ευτέλισε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Ο ωμός εκβιασμός μετονομάσθηκε «συμφωνία», η συστηματική αποδόμηση της παραγωγικής δομής της χώρας σε «μεταρρύθμιση», η καταφρονητική αλαζονεία σε «αλληλεγγύη», η λεηλασία του ιδιωτικού και του εθνικού πλούτου σε «εσωτερική υποτίμηση».

Εντέλει, στα μάτια μιας ολόκληρης κοινωνίας η έννοια του «μνημονίου» κατέληξε να ισοδυναμεί με την δεδηλωμένη πρόθεση των «εταίρων» να την ταπεινώσουν, να της αποστερήσουν την αξιοπρέπεια, να την «χαλιναγωγήσουν». Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο ταύτισαν την κοινωνία με τους εσωτερικούς της δυνάστες, τους φορείς της κομματοκρατίας, αλλά και την ενοχοποίησαν με έναν ρατσιστικό ορυμαγδό «ιδιοτήτων» που προφανώς άφηναν ρητά να εννοηθεί ότι προσιδιάζουν μόνο στους Έλληνες. Στο όνομα της δήθεν τιμωρίας των «πολυ-απατεώνων» Ελλήνων, η «τρόικα» συμμάχησε στενά με εκείνους που οργάνωσαν την απάτη εις βάρος της κοινωνίας και οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή, προκειμένου να επιβάλει το καθεστώς της.

Εάν παρατηρήσει κανείς το «μεταρρυθμιστικό» πρόγραμμα της «τρόικας» θα διαπιστώσει ότι το «λογαριασμό» κλήθηκαν να πληρώσουν εξ ολοκλήρου τα θύματα της κομματοκρατίας. Οι πυλώνες που οδήγησαν στην κρίση σταδιακά από τη 10ετία του 1980 δεν αγγίχθηκαν στο παραμικρό. Αναφέρομαι στο πολιτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του πολιτικού προσωπικού, στο κράτος (δημόσια διοίκηση κλπ) και στους νόμους που οικοδομούν την διαπλοκή και τη διαφθορά. Όλα τα σκάνδαλα αμνηστεύθηκαν, η νομοθεσία που θέτει το πολιτικό προσωπικό υπεράνω του νόμου, στο απυρόβλητο, παραμένει στη θέση της, για να συνεχίζει ανενόχλητο να λεηλατεί το δημόσιο αγαθό, η μεγάλη φοροδιαφυγή του παρελθόντος και του παρόντος έμεινε ανέγγιχτη. Όλα παραμένουν στη θέση τους για να θυμίζουν στην κοινωνία ότι την «τρόικα» δεν την ενδιαφέρει η διάσωση της χώρας, αλλά η νομή της.

Είναι προφανές ότι το «άγγιγμα» του πολιτικού συστήματος θα αποστερούσε την «τρόικα» από την δυνατότητά της να ελέγξει ολοκληρωτικά την χώρα και θα έφερνε στο προσκήνιο τις ευθύνες χωρών, ιδίως της Γερμανίας (αλλά και πολλών άλλων) που βασίστηκαν ακριβώς στην ελληνική κομματοκρατία και στους διαπλεκόμενους με αυτήν νομείς του δημόσιου αγαθού, για να λεηλατήσουν τη χώρα. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της διαπλοκής αυτής αρκεί να επικαλεσθώ μια έρευνα η οποία απέδειξε ότι εάν ο πλούτος που παρήχθη στη χώρα και αυτός που εισήχθη από το εξωτερικό (την ελληνική ναυτιλία, την Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ) επενδύετο παραγωγικά, η Ελλάδα θα κατείχε μια από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη. Τούτο αποδεικνύει προφανώς ότι η υπερχρέωση του κράτους έγινε προκειμένου να ικανοποιηθεί η ακόρεστη βουλιμία των εσωτερικών και εξωτερικών δυναστών της. Περιττεύει να πω ότι οι συνεργάτες των Γερμανών (της Ζήμενς κλπ) στη διαφθορά είτε φυγαδεύτηκαν στη Γερμανία, η οποία τους παρέχει πλήρη προστασία, είτε αμνηστεύθηκαν με «νόμους» της βουλής, μαζί με την εγχώρια πολιτική τάξη. Παρόλ’αυτά, ο βιασμός μιας ολόκληρης κοινωνίας, βαφτίσθηκε σε θυσίες, προφανώς για να εμφανισθεί ως συναινούσα στον βιασμό της.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ελληνική κοινωνία στοχοποίησε εξ αρχής το πολιτικό σύστημα για την κρίση. Αποδόμησε τα κόμματα εξουσίας, αρνούμενη να δώσει εκλογική ηγεμονία ακόμη και σε πολιτικές δυνάμεις που δεν μετείχαν ιστορικά στην άμεση άσκησή της. Και τούτο διότι και αυτά, όπου βρέθηκαν σε θέσεις εξουσίας ή επιρροής (λχ ο Σύριζα στα πανεπιστήμια ή σε επιχειρήσεις του Δημοσίου), πολιτεύθηκαν πανομοιότυπα, ενώ η όλη πολιτική τους συμπεριφορά στη διάρκεια της κρίσης δεν έπεισε την κοινωνία ότι επιδιώκουν την υπέρβαση του συστήματος. Άλλωστε, η πολιτική των ισορροπιών που ακολούθησε η ηγεσία του Σύριζα στο εσωτερικό του κόμματος, η διατήρηση σε καίριες θέσεις των αμφιλεγόμενων στελεχών της εποχής που η δύναμή του δεν υπερέβαινε το 4%, ή άλλων που αναζήτησαν στέγη εξουσίας μετά την κατάρρευση του Πασόκ, ο φόβος της να ανοιχθεί στις υγιείς όσο και προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, εξηγεί γιατί στο μέσον της καταστροφής, το κόμμα αυτό διατηρεί μια μειοψηφική θέση στο σύνολο εκλογικό σώμα και κινδυνεύει να μην συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Η διαφαινόμενη εκλογική υπεροχή του Σύριζα οφείλεται βασικά στην απόρριψη των κομμάτων που υιοθέτησαν τον «μνημονιακό» λόγο και όχι γιατί το πρόγραμμά του εμπνέει την κοινωνία.

Εντούτοις, η ψήφος στον Σύριζα έρχεται να αναδείξει την άλλη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. Οι Έλληνες με την ψήφο τους θέλουν να υποδείξουν με ρητό τρόπο ότι η πολιτική Ευρώπη υπερέβη τα όρια των ανοχών τους. Παρόλον ότι στις δημοσκοπήσεις δηλώνουν μια σαφή φιλοευρωπαϊκή προτίμηση, προσέρχονται στις κάλπες με την πρόθεση να διακηρύξουν ότι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε μια Ευρώπη που προτάσσει το συμφέρον των αγορών υπεράνω εκείνου των κοινωνιών, που στερεί τους λαούς της από το όραμα της ελευθερίας, της ευημερίας και της ισότητας που εγγράφεται στα θεμέλιά της, που της στέρησε την αξιοπρέπεια και την μεταχειρίζεται όχι ως εταίρο αλλά ως παρία της Ένωσης. Να δηλώσουν με απλό τρόπο ότι εάν έπρεπε να μπει η χώρα στην Ε.Ε. για να υποταχθεί στο γερμανικό ράιχ -μετά από μια χωρίς προηγούμενο αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου-, να στερηθεί ότι κατέκτησε ήδη πριν από την είσοδό της σ’αυτήν, να υποστεί απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ανάλογο εκείνου της γερμανικής κατοχής, να σύρεται ταπεινωμένη στο περιθώριο, είναι έτοιμοι να πουν το μεγάλο «όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Αρκετά». Η πρωτοφανής ταπεινωτική μεταχείριση στην οποία υποβάλλεται καθημερινά από τους υπαλλήλους της «τρόικας» η χώρα είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού: την μια ημέρα το κοινοβούλιο ψηφίζει έναν νόμο και οι υπάλληλοι της «τρόικας» με ένα φαξ τον ακυρώνουν. Όταν τους επισημαίνεται η ασύμμετρη ανθρωπιστική κρίση στην οποία υπέβαλαν την ελληνική κοινωνία, αυτοί απαντούν ότι τους ενδιαφέρουν μόνο οι «δικοί» τους αριθμοί. Από την μια ομολογούν οι ίδιοι ότι το μείγμα της πολιτικής που ακολουθούν απέτυχε παταγωδώς και από την άλλη το αιτιολογούν με το επιχείρημα του «εικονικού πνιγμού».

Κατά τούτο, η άνοδος, καθόλες τις ενδείξεις, του Σύριζα στην εξουσία, δεν αποτελεί επιλογή της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ευθέως υποπροϊόν της συγκεκριμένης διαχείρισης της κρίσης, δηλαδή του βιασμού της κοινωνίας από τις δυνάμεις που κινούν τα νήματα της νέας Ευρώπης. Η διαφαινόμενη πλειοψηφία του πρέπει να αποδοθεί ευρέως στην σύνθεση ενός «αντι-μνημονιακού λόγου» και μιας υπόσχεσης ότι θα αγωνισθεί για την αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας μέσα στην πολιτική Ευρώπη. Από την άλλη, η «ριζοσπαστική» ρητορική του Σύριζα επέτρεψε στην κοινωνία να συνειδητοποιήσει ότι η υπερφίαλη αλαζονεία των ηγεμόνων της Ευρώπης, που διακινούν το λεγόμενο Grexit, αποτελεί μια μεγάλη μπλόφα που αποσκοπεί να την τρομάξει και να εκβιάσει το εκλογικό αποτέλεσμα. Όχι μόνο διότι δεν είναι θεσμικά εφικτό αλλά και θα αποτελέσει την θρυαλλίδα για το ξήλωμα της Ένωσης. Άλλωστε, αντιμέτωπη με τη λαιμαργία της «τρόικας», που δεν έχει τέλος, ήταν εύκολο να συναγάγει ότι, μην έχοντας εφεξής να χάσει πολλά πράγματα, η δύναμή της είναι ακαταμάχητη. Ιδίως, από τη στιγμή που η καταστροφή συνδυάζεται με την καθημερινή δοκιμασία στην εθνική της αξιοπρέπεια. Την εκρηκτική αυτή δύναμη, που προικίζει με «αλόγιστη» αντίσταση την κοινωνία, αμέλησε να συνεκτιμήσει στη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος η αλαζονεία του ηγεμόνα.

Εν ολίγοις, στο ελληνικό πρόβλημα συναντώνται δύο μείζονος σημασίας παράμετροι, που εάν δεν ληφθούν υπόψιν έγκαιρα, θα σημάνουν πολλά δεινά για την Ευρώπη. Αφενός, το γεγονός ότι η Γερμανία, στη φιλοδοξία της να μεταβάλει τα θεσμικά και αξιακά θεμέλια της πολιτικής Ευρώπης, εξακολουθεί να μην έχει αίσθηση των ορίων της δύναμης. Το σύνδρομο αυτό, που υπονόμευσε στο παρελθόν το εγχείρημά της να ηγεμονεύσει στην Ευρώπη, επανέρχεται σήμερα, με δραματικό τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο συγχρόνως το ευρώ και την συνοχή της Ε.Ε. Η ίδια θα είχε ηγεμονεύσει ήδη στην Ευρώπη, εάν γνώριζε πού να σταματήσει. Και αφετέρου, ότι η συνεκτική δύναμη του ελληνισμού, που τροφοδοτεί την αντίσταση της ελληνικής κοινωνίας, κάθε φορά που βάλλεται η θεμέλια βάση της ύπαρξής της. Ο συνδυασμός τους, μπορεί να αποτελέσει μια πολιτική «βόμβα μεγατόνων» εάν δεν απασφαλισθεί στον παρόντα χρόνο. Μια κυβέρνηση Σύριζα οφείλει να αποτελέσει την ευκαιρία προς την κατεύθυνση αυτή.

Έλεγα σε άρθρο μου, στην εφημερίδα αυτή, ότι οι Έλληνες έχουν την ικανότητα «να διαχέουν το πρόβλημά τους στην ‘αυλή’ των καταπατητών της ελευθερίας της». Εάν η κυβέρνηση Σύριζα ακούσει τη φωνή της κοινωνίας, είναι βέβαιο ότι το δίλημμα που θα τεθεί στην πολιτική Ευρώπη θα είναι απλό: Ή η Ελλάδα θα ανακτήσει τη θέση της ως εταίρου στο κοινό ευρωπαϊκό σπίτι ή θα συμπαρασύρει μαζί της και τους υβριστές της. Υπό τις παρούσες συνθήκες η Ελλάδα δεν μπορεί να πέσει μόνη της. Εκείνοι που ξορκίζουν το πρόβλημα με τη διακίνηση της απειλής ενός «Grexit» είναι καλό να συνεκτιμήσουν τις συνέπειες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Με διαφορετική διατύπωση, θέλω να υποσημειώσω ότι όσοι επέλεξαν της Ελλάδα ως «παράδειγμα» για να επιβάλλουν την ηγεμονία τους στην Ευρώπη, προτάσσοντας ως σκοπό της Ένωσης το συμφέρον των αγορών, και να καταλύσουν ό,τι οι λαοί τους επέτυχαν σε διάστημα δύο αιώνων, καλούνται να αντιληφθούν έγκαιρα ότι ίππευσαν σε λάθος άλογο.

Η πολιτική Ευρώπη ή θα προσέλθει σε ένα νέο πολιτικό συμβόλαιο, που θα επαναφέρει ως σκοπό της πολιτικής τις κοινωνίες ή δεν θα υπάρξει. Το ελληνικό πρόβλημα είναι από τη φύση του μεταδοτικό, επειδή συναντώνται σ’αυτό ένας «κακός ασθενής» με ένα οικουμενικό ζήτημα που αγγίζει την καρδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στην Ελλάδα καταπατείται βίαια το αξιακό και το πολιτειακό σύστημα της Ευρώπης, του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα εγγράφεται ως καταισχύνη στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη ναζιστική θηριωδία.

Υπό την έννοια αυτή, η εκλογή του Σύριζα δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια νίκη της Αριστεράς. Αποτελεί πράξη αντίστασης στην κακή τροπή που επήρε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και, κυριολεκτικά, στην οπισθοδρόμηση, σε μια εποχή που οι θιασώτες των Φώτων ήρθαν αντιμέτωποι με τη μεσαιωνική βαρβαρότητα, με πρόταγμα τη μετάβαση στον ανθρωποκεντρικό πολιτισμό και στο βάθος στη δημοκρατία. Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως να εισέλθει σε έναν νέο «αιώνα των Φώτων», που θα την μεταθέτει στο μέλλον, με πρόσημο την πρόοδο. Πριν είναι πολύ αργά.

Σε τελική ανάλυση, εάν τώρα δεν επανέλθει η φρόνηση στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πραγμάτων, όσοι νομίζουν ότι ελληνικό εγχείρημα τους προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία να σιγάσουν την αμφισβήτηση στην Ευρώπη, εκτιμώ ότι σφάλλουν βαριά. Διότι, όπως είναι γνωστό, το νέο, που λυτρώνει τις κοινωνίες και οδηγεί τις εξελίξεις προς το μέλλον, αναδύεται μόνο μέσα από τον ανθρώπινο πόνο. Και το μέλλον είναι βέβαιο ότι ανήκει στις κοινωνίες των πολιτών, όχι στους Ολιγάρχες. Κατά τούτο, οι εραστές μιας νέας βαρβαρότητας για την Ευρώπη έχουν «κοντά πόδια».

Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι με την άνοδο του Σύριζα στην εξουσία τα πράγματα θα οδηγηθούν σε μια «συναντίληψη» με την πολιτική Ευρώπη, που δεν θα αγγίζει τις προτεραιότητές της, θα αφήνει όμως ανοιχτό στο μέλλον το θεμελιώδες διακύβευμα. Εντέλει, οι αγορές δεν φοβούνται τον Σύριζα αλλά μια τυχόν οργανική συνάντησή του με την συλλογική βούληση της κοινωνίας. Ο Σύριζα, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει τη συνάντηση αυτή. Διαφορετικά θα έχει περιορισμένες αντοχές έναντι μιας πολιτικής Ευρώπης με σημαντικές ικανότητες να απορροφά τους κραδασμούς. Η τελευταία, έχει ήδη αρχίσει να εξοικειώνεται με την ιδέα μιας «συμφωνίας» που θα της επιτρέψει να ενδύσει το «αποτέλεσμα» του εγχειρήματός της στην Ελλάδα, με νομιμοποίηση, αφήνοντάς τον να εμφανισθεί ως λυτρωτής στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας.

Από τη γαλλική εφημερίδα Mediapart, στις 23.1.2015, μέσω του ΕΠΑΜ Πάτρας


Το ελληνικό πείραμα και οι εκλογές της 25 Ιανουαρίου Το ελληνικό πείραμα και οι εκλογές της 25 Ιανουαρίου Reviewed by Διαχειριστής on Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2015 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.